Currently in Greece

Ένας από τους βασικούς λόγους που ήθελα να επισκεφτώ τη Μαυριτανία, ήταν και η αρχαία πόλη της Ουαλάτα.

Η θρυλική αυτή πόλη των καραβανιών είναι άγνωστη στον περισσότερο κόσμο και δέχεται ελάχιστους τουρίστες ετησίως, κυρίως λόγω της θέσης της στον χάρτη της χώρας. Βρίσκεται σχεδόν 1.200χλμ. μακριά από την πρωτεύουσα Νουακσότ, κοντά στα νοτιοανατολικά σύνορα με το Μάλι, εντελώς απομονωμένη, με κοντινότερη πόλη τη Νέμα στα 100χλμ. Η πρόσβαση είναι ιδιαίτερα δύσκολη και πολύ χρονοβόρα, ειδικά εάν χρησιμοποιήσεις μόνο δημόσια μέσα μεταφοράς, όπως έκανα εγώ.

Το κερασάκι στην τούρτα: η περιοχή θεωρείται μέχρι και σήμερα επικίνδυνη, καθώς μέχρι πριν λίγα χρόνια όλη η ανατολική πλευρά της χώρας ήταν απαγορευμένη λόγω Αλ Κάϊντα, τζιχαντιστών και διαφόρων εξτρεμιστικών ομάδων της κεντρικής Αφρικής.

Και θα με ρωτήσεις και με το δίκιο σου, γιατί να πας εκεί;

Μα πως να μην πάω, αφού αξίζει με τα χίλια!!!

Οι πληροφορίες στο διαδίκτυο ήταν μηδαμινές και δε γνώριζα κανέναν που να έχει κατέβει προς το νότο, εκτός από μία Καναδέζα από το instagram, η οποία ταξίδεψε κι εκείνη μόνη με τα λεωφορεία πριν κάποια χρόνια και κατέληξε στο Μάλι.

Αυτό ήταν βασικά και το δικό μου σχέδιο:

να επισκεφτώ αρχικά την υπόλοιπη χώρα, να διασχίσω τη Σαχάρα με το θρυλικό τρένο και στη συνέχεια να κατηφορίσω προς την Ουαλάτα, από εκεί στο Μάλι και να πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής από τη Ντακάρ της Σενεγάλης.

Όλο αυτό οδικώς, βεβαίως βεβαίως.

Τα φτερά μου τα έκοψε αρχικά η πρεσβεία μας στη Ντακάρ, που δε μπορούσαν με τίποτα να δικαιολογήσουν την είσοδό μου στο Μάλι, αλλά δεν έδωσα σημασία. Γνωρίζω πολύ καλά πόσο υπερβολικοί είναι οι υπάλληλοι των πρεσβειών, έχοντας ανάλογη εμπειρία από παλαιότερα ταξίδια μου στη Δυτική Σαχάρα και το Πακιστάν. Τη γνώμη μου την άλλαξε τελικά ο αγαπημένος μου Baba, ο Μαυριτανός φίλος που με φιλοξένησε στο Νουακσότ και που με χιλιοπαρακάλεσε να βγάλω από το μυαλό μου αυτό το οδικό ταξίδι, καθώς τα χερσαία σύνορα σ’ εκείνη την πλευρά θεωρούνταν (και θεωρούνται) άκρως επικίνδυνα ακόμα και για τους ντόπιους, πόσο μάλλον για μία ξανθιά Ευρωπαία!

Έτσι δεν ξανά ασχολήθηκα με τη βίζα του Μάλι στο Νουακσότ, και ξεκίνησα να φτιάχνω το πλάνο της Μαυριτανίας.

Δεύτερη ημέρα στην πρωτεύουσα, και αφού έχουμε κάνει με τον Baba τις βόλτες μας στην πόλη, πεταχτήκαμε μέχρι έναν σταθμό λεωφορείων, για να δω τι γίνεται με τα δρομολόγια προς βορρά και να βγάλω εισιτήριο για την επόμενη ημέρα. Εκεί αποφάσισα τελικά να φύγω για το δύσκολο νότιο κομμάτι της χώρας, αφήνοντας τον εύκολο βορρά για αργότερα.

Το εισιτήριο μονής διαδρομής κόστισε περίπου 40€, πανάκριβο για Μαυριτανία, αλλά το αποδέχτηκα λόγω της τεράστιας απόστασης των 1.200χλμ. μέχρι την πόλη Νέμα. Εξάλλου, δεν υπήρχε εναλλακτικός τρόπος μετακίνησης, παρά μόνο η ενοικίαση ιδιωτικού αυτοκινήτου, που ήταν απαγορευτική για το δικό μου πορτοφόλι. Όλα τακτοποιήθηκαν λοιπόν εκεί επί τόπου στα ΚΤΕΛ, με τη βοήθεια του υπαλλήλου και το πλάνο ήταν το εξής:  

Αναχώρηση με μίνι βαν από το Νουακσότ προς τη Νέμα, την τελευταία προσβάσιμη με συμβατικό αυτοκίνητο πόλη στη νοτιοανατολική πλευρά της χώρας. Η διαδρομή θα διαρκούσε  περίπου 20 ώρες και εκεί, θα επιβιβαζόμουν στο αγροτικό 4×4 που εξυπηρετεί ως shared taxi για το τοπικό δρομολόγιο προς Ουαλάτα, κάθε μεσημέρι στις 15.00. Ο υπάλληλος του ΚΤΕΛ μου έκλεισε τηλεφωνικώς θέση και για εκείνο το δρομολόγιο από Νέμα (τιμή μονής διαδρομής περίπου 9€), και ένας ντόπιος θα ερχόταν να με παραλάβει από τον τερματικό σταθμό για να με μεταφέρει στην άλλη στάση ώστε να καταλήξω εκείνο το απόγευμα στην Ουαλάτα.  

Ξεκίνησα λοιπόν με το βανάκι από τα άγρια χαράματα, και θεωρητικά τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας θα έφτανα στη Νέμα. Η διαδρομή ήταν απίστευτα κουραστική, με πάρα πολλές στάσεις σε μικρά, αδιάφορα χωριά, αλλά ευτυχώς το βαν ήταν σχεδόν άδειο και καθόμουν μόνη και αραχτή στην πρώτη θέση, πίσω ακριβώς από τον οδηγό. Είχα την εντύπωση ότι το ταξίδι θα πήγαινε σερί μέχρι τον τελικό προορισμό, αλλά ο μοναδικός οδηγός του οχήματος, θα έπρεπε φυσικά να ξεκουραστεί, όποτε σταματήσαμε για διανυκτέρευση στην πόλη Kiffa.

Φτάνοντας λοιπόν στον σταθμό των λεωφορείων, όλοι οι επιβάτες έπεσαν για ύπνο στο πάτωμα, πάνω σε κάτι χαλιά που ήταν ήδη στρωμένα στην εσωτερική αυλή, μαζί με κατσίκια και ποιός ξέρει τι άλλο υπήρχε εκεί μέσα στα σκοτάδια. Ο οδηγός, ένας εκπληκτικός άνθρωπος που μου συμπεριφερόταν σαν πριγκίπισσα, με ρώτησε εάν ήθελα να κοιμηθώ καλύτερα σε δικό μου δωμάτιο και αρπάζοντάς με από το χέρι, με οδήγησε σε ένα μοτέλ, δίπλα ακριβώς από τον σταθμό των λεωφορείων.  

Το δωμάτιο ήταν πανβρώμικο, δε συζητώ καν για το μπάνιο και την τουαλέτα, αλλά για εκείνο το βράδυ και τα 2,50€ που μου ζήτησαν, δεν υπήρχε λόγος να μην το προτιμήσω από το πάτωμα του σταθμού με τις κατσαρίδες και τις ακαθαρσίες των ζώων. Και ήταν η καλύτερη κίνηση που έκανα τελικά, γιατί ξάπλωσα σε κρεββάτι, πρώτη και τελευταία φορά για τις επόμενες 15 ημέρες του ταξιδιού.

Προτού κοιμηθώ, έκανα μία μικρή βόλτα στην πόλη, να αγοράσω νερό και προμήθειες για την επόμενη ημέρα. Η πόλη φαινόταν από αδιάφορη έως χάλια, αλλά όλοι οι ντόπιοι που συνάντησα ήταν πολύ ευγενικοί και φιλικοί. Επέστρεψα στο μοτέλ μήπως και μπορέσω να ξεκουραστώ από τη βασανιστική διαδρομή, κι έπειτα από μια ατελείωτη μάχη με μια τεράστια κατσαρίδα που βρήκα στο δωμάτιο, κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου έστω και για λίγες ώρες.

Την επόμενη ημέρα αναχωρήσαμε και πάλι ξημερώματα. H διαδρομή ήταν εξίσου βαρετή με την προηγούμενη, με μοναδικές ενδιαφέρουσες στιγμές τις στάσεις σε κάποια χωριά, όπου οι ντόπιοι διασκέδαζαν μαζί μου, καθώς είχαν χρόνια να συναντήσουν τουρίστα. Για κάποια μικρά παιδιά μάλιστα, ήμουν και ο πρώτος λευκός άνθρωπος που έβλεπαν στη ζωή τους.  

Φτάσαμε τελικά στη Νέμα αργά το απόγευμα, μόνο που είχα ήδη χάσει το δρομολόγιο του ταξί και έπρεπε αναγκαστικά να διανυκτερεύσω εκεί. Δεν είχα ιδέα τι θα έκανα και δεν είχα καν σήμα για να μιλήσω με τον φίλο μου που περίμενε νέα μου στην πρωτεύουσα. Ευτυχώς συνάντησα κατευθείαν τον ντόπιο που θα με παραλάμβανε από τον σταθμό των λεωφορείων για να με πάει στο τζιπ. Αυτός είχε ήδη μιλήσει με τον Baba, εφόσον δεν μπορούσε μαζί μου όλη τη μέρα και προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει στο σπίτι του με την οικογένειά του για εκείνο το βράδυ και να φύγω κανονικά την επόμενη ημέρα το μεσημέρι. 

Αυτή ήταν ουσιαστικά και η πρώτη μου επαφή με την πραγματικότητα και την καθημερινότητα των πολύ φτωχών κατοίκων της χώρας, που δεν είχε καμία σχέση με τη ζωή στην πρωτεύουσα. 

Μεσημεριανό γεύμα με οδηγούς και επιβάτες σε ένα τυχαίο χωριό

Ο δρόμος του νότου

Με την οικογένεια των ντόπιων στη Νέμα

Η αρχική εντύπωση από την πόλη της Νέμα ήταν τρομακτική!!

Δεν είχα προλάβει το φως της ημέρας, και δεν έβλεπα τίποτε άλλο παρά μόνο σκόνη, αυτοκίνητα και φιγούρες ανθρώπων. Ασφαλτόδρομοι δεν υπήρχαν, ούτε φώτα στους δρόμους. Επιβιβαστήκαμε σε ένα ταξί, εγώ και ο οικοδεσπότης μου και φτάσαμε σε μια γειτονιά με μισογκρεμισμένα ισόγεια σπίτια. Το δικό τους σπίτι ήταν πολύ φτωχικό: μία μπροστινή άδεια αυλή, κοινή με του διπλανού σπιτιού, ένα κεντρικό δωμάτιο που χρησίμευε ως σαλόνι-κουζίνα-υπνοδωμάτιο, η πίσω αυλή που χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο-κουζίνα και μια αποθήκη. Δίπλα ακριβώς από την αποθήκη υπήρχε ένα δωμάτιο με κουβάδες, το μπάνιο τους δηλαδή, ενώ η τουαλέτα ήταν ένα άλλο δωμάτιο ακριβώς απέναντι, με πόρτα και τρύπα στη μέση, χωρίς ταβάνι. Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, ούτε αποχετευτικό σύστημα, παρ’όλα αυτά, όλα τα σπίτια είχαν ρεύμα, τηλεόραση και δορυφορική κεραία.

Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να χρησιμοποιήσω τους κουβάδες! Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε τίποτε άλλο παρά μόνο να ρίξω λίγο νερό πάνω μου έστω και με αυτό τον τρόπο. Δεν άντεχα άλλον τον εαυτό μου με τόση βρωμιά και σκόνη που είχα μαζέψει. Μέχρι να φορέσω τα καθαρά μου ρουχαλάκια, ήρθαν στο σπίτι φίλοι και συγγενείς της οικογένειας, για να συναναστραφούν έστω και για λίγο με τη μοναδική τουρίστρια της περιοχής. Ακολούθησε δείπνο αλά Mauritanian way, και καθισμένοι όλοι μαζί στο πάτωμα απολαύσαμε το παραδοσιακό κους κους και τσάϊ. Η συνεννόηση γινόταν λίγο με γαλλικά, λίγο με αραβικά, λίγο με νοηματική, αλλά τελικά ήμασταν τυχεροί γιατί ο ανιψιός τους μάθαινε αγγλικά εκείνο το διάστημα και βοήθησε πολύ στην επικοινωνία μας.

Η οικογένεια που με φιλοξένησε αποτελούνταν από το ζευγάρι και τα 3 τους παιδιά, μόνο που η γυναίκα, παρόλο που ήταν ευγενέστατη, δεν κάθισε ούτε για φαγητό μαζί μας, ούτε με άφησε να τη φωτογραφίσω. Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί έξω στην αυλή πάνω σε ράντζα, όπως συνηθίζουν οι ντόπιοι, συντροφιά με τις μικρές ακριδούλες της ερήμου, που χοροπηδούσαν πάνω στο σεντόνι μου όλο το βράδυ.

Ξημερώματα μας ξύπνησαν τα γειτονικά κοκόρια και κατσίκια. Τα παιδιά είχαν ήδη σηκωθεί και ετοιμάζονταν για το σχολείο, ενώ η οικοδέσποινα έπλενε τα χθεσινοβραδινά πιάτα στην αυλή με νερό από κάτι μπετόνια. Προσπαθώντας να διαγράψω από τη μνήμη μου την εικόνα των ποντικιών που έτρωγαν τα αποφάγια από τα πιάτα μας το προηγούμενο βράδυ, προσφέρθηκα να τη βοηθήσω στις δουλειές, αλλά δεν ήθελε. Έκανα μια βόλτα στην αυλή μέχρι ο οικοδεσπότης μου Babiya να ολοκληρώσει την προσευχή του και καθίσαμε οι 3 μας στο δωμάτιο για πρωϊνό. Το στάνταρ πρωϊνό γεύμα των Μαυριτανών είναι γάλα και ψωμί, σκέτο, με μαρμελάδα ή μερέντα ή ότι άλλο υπάρχει στο σπίτι. Ο καφές δεν συνηθίζεται και το παραδοσιακό τσάϊ το πίνουν συνεχώς κατά τη διάρκεια της ημέρας, αμέσως μετά τα γεύματα.

Στη συνέχεια, βγήκαμε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης με τον Babiya και τον ανιψιό του, για να πάρω μια ιδέα από την καθημερινότητα των κατοίκων και να περάσει και λίγο η ώρα μέχρι να φύγω. Η Νέμα είναι μία φτωχή πόλη, χτισμένη στη μέση του πουθενά, με χωματόδρομους και ισόγεια σπίτια. Καμία ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, κανένα ενδιαφέρον, ούτε στην κεντρική αγορά, ούτε τριγύρω. Το μοναδικό ενδιαφέρον μάλλον ήμουν εγώ εκείνη τη μέρα για τους ντόπιους, που με καλοσόριζαν και με ρωτούσαν από περιέργεια τι δουλειά είχα σε εκείνη την ασήμαντη πόλη. Οι τιμές στην αγορά ήταν γενικά πολύ χαμηλές, εκτός από τα φρούτα και τα λαχανικά που ήταν πανάκριβα, καθώς η Μαυριτανία δεν παράγει τίποτα λόγω ερήμου και εισάγει το μεγαλύτερο ποσοστό των τροφίμων. Θεώρησα υποχρέωσή μου να κάνω ένα μικρό δώρο στην οικογένεια που με φιλοξένησε, και τους αγόρασα φρούτα και τσιγάρα.

Έτσι αποχαιρέτησα σιγά σιγά τους πολύ ευγενικούς μου οικοδεσπότες, αφού είχε φτάσει η ώρα της αναχώρησης. Με τον Babiya είχα συνεννοηθεί να μείνω στο σπίτι της αδερφής του στην Ουαλάτα, οπότε ήρθε και αυτός μαζί μου για παρέα. Επιβιβαστήκαμε στο αγροτικό ταξί μαζί με άλλους 2 ταξιδιώτες και ξεκινήσαμε επιτέλους για τον τελικό προορισμό μου.

Το τζαμί της πόλης

Το νεκροταφείο

Το ταξίδι προς Ουαλάτα είχε διάρκεια 3 ώρες, με τις απαραίτητες στάσεις για αλλαγή σκασμένου λάστιχου, κάτι πολύ σύνηθες στην Αφρική, και προσευχής στη μέση του πουθενά. Το τοπίο εναλλασσόταν συνεχώς, από αμμόλοφους σε θάμνους και πρασινάδες, κάτι που συναντάς μόνο στο νότιο κομμάτι τις χώρας. Η νότια Μαυριτανία εξάλλου, ανήκει στο βόρειο τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής, το ονομαζόμενο Σαχέλ, η λωρίδα στέπας με αραιή και χαμηλή βλάστηση, που χωρίζει την έρημο Σαχάρα από την Αφρικανική σαβάνα. Αφήνοντας πίσω μας ένα εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα, από εκείνα τα Αφρικανικά που πεθαίνω να χαζεύω, το ταξίδι μας τελείωσε γύρω στις 18.00, στην τελευταία κατοικημένη πόλη της νοτιοανατολικής Μαυριτανίας.

Σε αντίθεση με τη γειτονική Νέμα, που είναι εντελώς αδιάφορη, η Ουαλάτα είναι ένα στολίδι μέσα στην έρημο και για μένα, η πιο όμορφη πόλη της χώρας. Υπήρξε η τρίτη αρχαιότερη πόλη της Μαυριτανίας, και σημαντικός σταθμός καραβανιών, αμέσως μετά το Τιμπουκτού του γειτονικού Μάλι. Εκεί, ξεκουράζονταν οι καμηλιέρηδες που μετέφεραν τα προϊόντα τους από τη μία άκρη της Αφρικής στην άλλη, ανταλλάσσοντας διάφορα εμπορεύματα, αλλά κυρίως αλάτι από τις αποξηραμένες λίμνες της Σαχάρας.

Η Ουαλάτα χωρίζεται πλέον σε 2 πόλεις: την αρχαία, με τις διάσημες τοιχογραφίες στα παλιά πλίνθινα σπίτια, χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε λόφο, και τη νέα, με τα απλά κεραμιδί σπίτια, χτισμένη χαμηλά στην πεδιάδα. Το αγροτικό μας άφησε στο τέρμα του δρόμου στη νέα πόλη και από εκεί, συνεχίσαμε με τα πόδια, περπατώντας σε χωματόδρομους με τεράστιες πέτρες. Το σπίτι που θα έμενα βρισκόταν μέσα στην παλιά πόλη και ήταν ένα από εκείνα τα παραδοσιακά, κουκλίστικα, με τους ζωγραφισμένους τοίχους και τις ξύλινες πόρτες. Δυστυχώς μέχρι να φτάσουμε είχε σκοτεινιάσει εντελώς, και η πόλη είχε ήδη ερημώσει. Βόλτα δεν είχε νόημα να κάνω, αφού ρεύμα και φως δεν υπήρχε στους δρόμους. Έτσι τακτοποιήθηκα κατευθείαν στο σπίτι και μετά τις απαραίτητες γνωριμίες με την οικογένεια, ξανακατέβηκα στη νέα πόλη για ν’ αγοράσω εμφιαλωμένο νερό, και διάφορα γλυκά για τα παιδιά.   

Αν και βράδυ, η ζέστη ήταν αφόρητη, καθώς βρισκόμασταν πλέον στα βάθη της Μαυριτανικής ερήμου. Σήμα δεν είχα καθόλου, και νωρίτερα που είχα ελέγξει τις θερμοκρασίες για εκείνες τις ημέρες, έδειχνε γύρω στους 45C τη μέρα και 40C τη νύχτα. Ευτυχώς το κλίμα είναι γενικά ξηρό στην έρημο, με ελάχιστη εώς καθόλου υγρασία, οπότε η ζέστη συνηθίζεται άμεσα. Η βραδιά πέρασε ευχάριστα, παρέα με τους ντόπιους και τα παιδιά της οικογένειας, και για ακόμα μία φορά αποκοιμήθηκα πάνω σ’ ένα ράντζο στην εσωτερική αυλή ενός τυχαίου σπιτιού, κάτω από τον έναστρο ουρανό της Αφρικής.

Ξύπνησα αρχικά στις 5 το πρωϊ, με τη φωνή του Ιμάμη από το κεντρικό τζαμί της πόλης και την προσευχή της οικοδέσποινας, και λίγο αργότερα από τα κοκόρια που έτρεχαν σαν τρελά μέσα στην αυλή. Πρώτη εικόνα οι φατσούλες των παιδιών που κοιμόντουσαν απέναντί μου και που για πρώτη φορά στη ζωή τους αντίκρυσαν ξανθιά γυναίκα, πόσο μάλλον στην αυλή τους!

Αυτό το σπίτι δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο της Νέμα. Εκτός ότι ήταν πολύ πιο όμορφο, λόγω της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ήταν μεγαλύτερο, και στους εσωτερικούς χώρους, με 2 μεγάλα δωμάτια (υπνοδωμάτια-σαλόνια), αλλά και στην εσωτερική αυλή. Υπήρχε και μια μικρότερη αυλή πίσω, με 2 δωμάτια: ένα μικρό κλειστό με μια μικρή τρύπα στη γωνία και με έναν κουβά νερό για ξέπλυμα που εξυπηρετούσε ως τουαλέτα, και ένα διπλανό ως μπάνιο, κάτι που αυτή τη φορά ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να τολμήσω να κάνω. Αποχετευτικό σύστημα δεν υπήρχε ούτε για αστείο, και τα βρωμόνερα έτρεχαν παντού στην πίσω αυλή. Εκεί είχαν τοποθετημένη και τη μία και μοναδική βρύση με τρεχούμενο νερό, στην οποία μαζεύονταν άπειρες κατσαρίδες κάθε φορά που άνοιγα για να πλυθώ. Οι κατσαρίδες ήταν η καθημερινή ατραξιόν της χώρας, σε κάθε πόλη με περίμενε και μία καινούρια κίντερ έκπληξη!

Ευτυχώς με αποζημίωσε η εκπληκτική ομορφιά του σπιτιού…και τα κατσίκια του γείτονα, που είπαν να κάνουν έναν σαματά εκείνη τη μέρα, μπαίνοντας απρόσκλητα στην αυλή μας, για να ρημάξουν τα φαγητά από τα πιάτα μας!

Είχα μία ολόκληρη μέρα μπροστά μου, για να εξερευνήσω αυτή την εκπληκτική γωνιά της χώρας. Τι θα μπορούσε άραγε να μου προσφέρει η Ουαλάτα;

  • Μια παλιά πόλη κόσμημα, με μισογκρεμισμένα σπίτια, χρωματιστές τοιχογραφίες σε εσωτερικές αυλές και εξωτερικούς τοίχους, και αρχαίες ξύλινες πόρτες
  • Παλιές βιβλιοθήκες με αρχαία χειρόγραφα, παρόμοια με του Chinguetti και του γειτονικού Timbuktu – επισκέφθηκα δύο, μία προσωπική συλλογή και την επίσημη βιβλιοθήκη της παλιάς πόλης
  • Απεριόριστη θέα από την κορυφή του λόφου
  • Τη μοναδική λίμνη της περιοχής έξω από τη νέα πόλη, στην οποία μαζεύονται όλα τα ζώα για να πιούν νερό και να δροσιστούν από τις υψηλές θερμοκρασίες της ερήμου

Ο Babiya θεώρησε ότι θα έπρεπε να με τριγυρίσει στα μέρη του, και δεν του χάλασα χατίρι.

Έτσι ξεκινήσαμε νωρίς για την κορυφή του λόφου στον οποίο είναι χτισμένη η παλιά πόλη, και χαρίζει απεριόριστη θέα σε όλη την περιοχή.

Κατεβαίνοντας, κάναμε μία μεγάλη βόλτα στην παλιά πόλη, διασχίζοντας μονοπάτια εξαφανισμένα από την άμμο της Σαχάρας, και χαζεύοντας τα πλίνθινα σπίτια με τους χρωματιστούς τοίχους και τις ιδιαίτερες ξύλινες πόρτες.

Εδώ, ντυμένη με το παραδοσιακό ύφασμα, που τυλίγουν οι γυναίκες της Μαυριτανίας γύρω από το σώμα τους, όχι μόνο για λόγους θρησκείας, αλλά και για προστασία από τον ήλιο και τη σκόνη της ερήμου.

Η επίσκεψη μέσα στα σπίτια των ντόπιων ήταν εννοείται απαραίτητη, και όλοι με καλωσόρισαν με ιδιαίτερη χαρά. Οι τοίχοι στις εσωτερικές αυλές ήταν επίσης διακοσμημένοι με την ίδια τεχνοτροπία όπως και εξωτερικά, βαμμένοι με τα χέρια από τις γυναίκες της πόλης.

Σε όλες τις αυλές υπήρχε το ίδιο σκηνικό, ράντζα και στρώματα. Απ’ ότι κατάλαβα, οι άνθρωποι εκεί δε χρησιμοποιούν καθόλου τους εσωτερικούς χώρους των σπιτιών, παρά μόνο σε χαμηλές θερμοκρασίες και αμμοθύελλες.
Και γιατί άλλωστε να μη χαίρονται τον ύπνο τους έξω στις αυλές, με ταβάνι τ’αστέρια;

Οι αρχαίες βιβλιοθήκες

Οι παλιές βιβλιοθήκες με τα αρχαία χειρόγραφα της Ουαλάτα παραμένουν εντελώς άγνωστες στους ταξιδιώτες, σε αντίθεση με τις διάσημες του Chinguetti, της αρχαιότερης πόλης της χώρας, στην οποία βρέθηκα αρκετές ημέρες αργότερα. Στην Ουαλάτα είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ δύο, την επίσημη, που στεγάζεται σε ένα δημόσιο κτήριο και είναι επισκέψιμη κατόπιν ραντεβού και μια ιδιωτική σε σπίτι ενός ντόπιου.

Τα χειρόγραφα αυτά, που περιλαμβάνουν κείμενα του Ισλάμ, ποίηση, αστρονομία και άλλες επιστήμες, αποτελούν αρχαία κειμήλια, όχι μόνο του κράτους, αλλά κυρίως των οικογενειών που είναι μέρος της κληρονομίας τους για πάνω από 200 χρόνια. Τα βιβλία έχουν εξώφυλλο από δέρμα καμήλας ή κατσίκας και χρειάζονται ειδική μεταχείριση και συντήρηση. Δυστυχώς όμως, λόγω της διάβρωσης και της σκόνης της ερήμου κινδυνεύουν να καταστραφούν ολοσχερώς, καθώς οι συνθήκες φύλαξης τους δεν είναι καθόλου ιδανικές.

Στην πρώτη βιβλιοθήκη που μπήκα, η οποία ήταν κυριολεκτικά πνιγμένη μέσα στην άμμο της Σαχάρας, τα χειρόγραφα ήταν απλά στοιβαγμένα σε ντουλάπες, ή τοποθετημένα σε συρταροθήκες. Καμία απολύτως προστασία από το ακραίο περιβάλλον της ερήμου.

Στο σπίτι του ευγενέστατου Μαυριτανού με την ιδιωτική συλλογή, τα χειρόγραφα ήταν επίσης αφημένα στη μοίρα τους. Είχε τοποθετημένα κάποια από αυτά σε μικρά ντουλαπάκια μέσα στον τοίχο του σπιτιού του, αλλά τα περισσότερα βρίσκονταν στοιβαγμένα σε μια αποθήκη έξω στην αυλή. Ευτυχώς ο συγκεκριμένος μιλούσε αγγλικά και συζητήσαμε αρκετή ώρα για την ξεχασμένη από όλους, υπέροχη πόλη του.

Επόμενη στάση η μικρή λίμνη-σωτήρας των ζώων.

Λίγα βήματα έξω τη νέα πόλη, μια μικρή λιμνούλα φιλοξενούσε όλα τα ζώα της περιοχής. Γαϊδουράκια, κατσίκια και καμήλες είχαν έρθει εδώ για να δροσιστούν από τα ανυπόφορα 45άρια, και έδιναν λίγη ζωντάνια στο εντελώς ερημικό εκείνο σημείο της πόλης. Η αλήθεια είναι ότι δε ρώτησα καν πως βρέθηκε νερό σε ένα τόσο άνυδρο μέρος, απλά απολάμβανα το άκρως εντυπωσιακό τοπίο της Σαχάρας.

Το μεσημεριανό γεύμα εκείνης της ημέρας ήταν ρύζι με κρέας καμήλας, ένα πολύ δημοφιλές τοπικό πιάτο της Μαυριτανίας. Πρώτη φορά δοκίμασα καμήλα στη ζωή μου, δυστυχώς όμως όχι τελευταία. Αν και δε μου άρεσε καθόλου, αναγκαζόμουν να την τρώω συχνά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου.

Αυτό που απόλαυσα όμως περισσότερο στην Ουαλάτα ήταν το κοτόπουλο με πατάτες, κρεμμύδια και πιτούλα. Η μπαγκέτα δε έλειπε ποτέ από το τραπέζι, εχμμμ….από το πάτωμα ήθελα να πω, αφού τρώγαμε πάντα με τα χέρια από ένα πιάτο όλοι μαζί, καθισμένοι στο πάτωμα. Εκεί δεν βρίσκεις ούτε τραπέζια, ούτε καρέκλες, ούτε μαχαιροπίρουνα, ούτε χαρτοπετσέτες, που νομίζετε ότι πήγα, στο Παρίσι;          

Το υπόλοιπο της ημέρας πέρασε τριγυρνώντας στις γειτονιές της παλιάς πόλης και παίζοντας με τα παιδιά στο σπίτι. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να δω, και το όλο σκηνικό με την οικογένεια στο σπίτι τους ήταν ούτως ή άλλως από μόνη του μοναδική εμπειρία.

Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε από τα άγρια χαράματα, για να προλάβουμε το μοναδικό δρομολόγιο του τζιπ/αγροτικού από Ουαλάτα προς Νέμα, και από εκεί να συνεχίσω με το λεωφορείο για την πρωτεύουσα.

Αποχαιρέτησα την πιο αυθεντική πόλη της χώρας, που με μετέφερε έστω και για λίγο αιώνες πίσω στον χρόνο, και ξεκίνησα το ταξίδι της επιστροφής πάνω σε μια καρότσα με άλλους 2 Μαυριτανούς και μια δεμένη καμήλα, ώστε να απολαύσω τη διαδρομή με το πρώτο φως της ημέρας.

Η καμήλα δυστυχώς είχε αφηνιάσει, με το δίκιο της βέβαια, και δάγκωνε ότι έβρισκε μπροστά της, ή δίπλα της, δηλαδή εμένα! Έτσι αναγκάστηκα να μπω μέσα στο αυτοκίνητο άρων άρων και να μην καταφέρω να χαρώ την ανατολή του ηλίου όπως την ονειρευόμουν.  

Η επιστροφή προς την πρωτεύουσα όμως εξελίχθηκε σε εφιάλτη!

Υποτίθεται είχα ξεκινήσει σχετικά νωρίς από τη Νέμα, και με τις απαραίτητες στάσεις και τη διαμονή σε κάποιο παρακμιακό μοτέλ στη μέση του πουθενά (ή μπορεί και στο ίδιο “υπερλούξ” πάλι), θα έφτανα νωρίς το επόμενο πρωϊ στην πρωτεύουσα Νουακσότ. Εκεί θα πήγαινα για λίγο στο σπίτι του φίλου μου Baba, να κάνω ένα μπάνιο και να πάρω κάτι πράγματα που είχα αφήσει, για να συνεχίσω την ίδια μέρα το ταξίδι μου στο βορρά της Μαυριτανίας.

Δυστυχώς όμως ξεμείναμε 3 φορές στη μέση κυριολεκτικά του πουθενά: μία λόγω ηλεκτρολογικού προβλήματος του λεωφορείου και άλλες δύο λόγω σκασμένων λάστιχων. Έφτασα αργά το βράδυ της επόμενης ημέρας στο σπίτι του φίλου μου, και αναγκαστικά συνέχισα το ταξίδι μου το επόμενο πρωϊ, χάνοντας για ακόμα μία φορά χρόνο άδικα. Τι να κάνεις όμως;

 

Τ I A – This is Africa!

Nouakchott

Kiffa

Nema

Oualata

Ayoun

YOU MAY ALSO LIKE:

Αίγυπτος: στον τάφο του Φαραώ Ραμσή ΙΧ

O τάφος του Βασιλιά Ραμσή IX είναι ο πιο απλός...

Τι θα λέγατε για λίγο glamping στην έρημο Σαχάρα?

  Σου αρέσει η φύση; θα ήθελες να μείνεις...
error: Content is protected !!